ἐμφρόντιστος, -ον
1 preocupado
τὰ βασίλεια ἐμφρόντιστα γέγονεAsclep.Trall.Ep.1 (p.10.27).
2 adv. -ως con preocupación
ἐ. δέ μου ἔχοντος περὶ αὐτοῦDictys Fr.10.6.
τὰ βασίλεια ἐμφρόντιστα γέγονεAsclep.Trall.Ep.1 (p.10.27).
ἐ. δέ μου ἔχοντος περὶ αὐτοῦDictys Fr.10.6.