< ἐμφρόντιστος
ἐμφροσύνη >
ἐμφρονώδης
,
-ες
medic.
que muestra consciencia
ἐμβλέψιες ἐμφρονώδεις σφόδρα
de un enfermo
, Hp.
Epid
.7.7.