ἐμφοβέω
1 atemorizar, intimidar c. ac. de pers.
ἐπέδωκαν [μ]ο[ι] ἐμφοβοῦντες με διαστολικὸν ὑπόμνημαMitteis Chr.89.18 (II d.C.),
μηδὲ λίαν σε σαρκὸς ἡ φύσις ἐμφοβείτωGr.Naz.M.37.635A
•con μή, Fauorin.de Ex.25.29.
2 en v. med.-pas. asustarse
ἐμφοβηθεῖς ἐξανίσταμ' ἐξ ὕπνουEzech.82.