< ἔμφλοξ
ἐμφοβέω >
ἐμφλυαρέω
irón.
charlotear
,
balbucear
ταῦτα ὑμῖν ἐμφλυαρῆσαι ... ἠνάγκασμαι
Procop.
Ep
.2.35A.