< ἐμφιληδέω
ἐμφιλοκαλέω >
ἐμφιλοδοξέω
buscar fama en
c. dat.
μεγάλως ἐμ[φ]ιλοδο[ξ]ῶν τῷ πράγματι
Phld.
Rh
.2.140.