< ἐμφιέννυμι
ἐμφιλοδοξέω >
ἐμφιληδέω
deleitarse en
c. dat.
ἐμφιληδοῦντι τῇ νωθείᾳ
M.Ant.5.5, cf. Porph.
Abst
.2.47.