< ἐμφάρσωμα
ἔμφασις >
ἐμφαρύγγομαι
tragar
ψάμμους καὶ λίθους ... ἐμφαρυξάμεναι (αἱ ὄρνιθες)
Dsc.
Ther
.19, cf.
Com.Adesp
.331.