< ἐμφαντικός
ἐμφάρξαι >
ἐμφαρμάσσω
untar un veneno en
en v. pas.
τοὺς ἰοὺς ... τοὺς ἐμπεφαρμαγμένους τοῖς βέλεσιν ἀνέλκει
Gal.2.53.