ἐμπᾰτέω


1 entrar en, poner el pie en c. ac. de direcc. μέλαθρον A.A.1434.

2 patear, pisotear c. ac. νεκρούς I.BI 6.431
fig. ἐμπατήσαντες τὰ κοινὰ τῶν ἀνθρώπων νόμιμα Agath.4.15.7
pisar la uva, en v. pas. ὁμοίως δὲ ᾧ ἐμπατοῦνται (αἱ σταφυλαί) ληνός Poll.7.151.