< ἐμπᾰτέω
ἐμπεδάω >
ἐμπαχύνομαι
espesarse
(ἄγχουσαν) τῷ ὕδατι τῆς φαίκλης μεῖξον ἕως ... ἐμπαχυνθῇ
PLeid.X
.96.