ἐμπηδάω
1 saltar, lanzarse sobre c. dat.
αὐτῇ ἐχούσῃ ἐν γαστρίHdt.3.32,
μέσοις ... τοῖς πολεμίοιςI.BI 5.59,
ἄρνες ... καὶ ἔριφοι ἀλλήλοιςArist.Fr.253,
τοῖς ἵπποιςI.AI 7.176, abs. Luc.Hist.Cons.20.
2 lanzarse dentro de, arrojarse a c. εἰς y ac.
εἰς τὴν ναῦνHermipp.54.2,
εἰς πᾶσαν αὐλὴν καὶ σκηνήνPlb.12.8.4,
εἰς τὸν ἸορδάνηνLXX 1Ma.9.48,
ἐς αὐτὸ τὸ πῦρD.C.62.18.1.
3 latir el corazón
μετὰ τὴν τελευτὴν ἔτι ἐμπηδᾶν φασιν αὐτήν (τὴν καρδίαν)Ph.1.67.