< ἐμπυελίδιον
ἐμπυέω >
ἐμπυελίς
,
-ίδος, ἡ
mec.
cojinete
,
soporte
sobre el que gira un eje
κνώδακας σιδηροῦς ἐμβεβηκότας εἰς ἐμπυελίδας
Hero
Aut
.2.3.