< ἔμπλεκτος
ἐμπλέκω >
ἐμπλέκτρια
,
-ας, ἡ
la que trenza
,
peluquera
,
peinadora
Moer.
κ
58, Hsch.s.u.
κομμώτρια
,
Gloss
.2.296,
EM
528.3G., cf. ἐμπέκτρια.