ἐμπληθύνω
1 tr. extender, ampliar
Κύριε, ὡς ἐμπλήθυνας τὸ ἔλεός σουCat.1Ep.Cor.17.3,
ὅπως ἐμπληθύνωσι τὰ ὅριαThdt.M.81.1672B.
2 intr., en v. med.-pas. estar lleno de c. gen.
ὁ ... βασιλεὺς ἐμπληθυνθεὶς ἀλογιστίαςel rey pletórico de insensatez LXX 3Ma.5.42.