ἐμπληθής, -ές
1 lleno de c. gen.
ἁλός τ' ἐμπληθέα κύμβηνNic.Th.948
•de pers. ahíto, empachado
ὁ ... βασιλεὺς ... γενόμενος ἐ. ἐκλίνετοIo.Mal.Chron.10.239.
2 obeso Io.Ant.Fr.Hist.160.1, 172.20.
ἁλός τ' ἐμπληθέα κύμβηνNic.Th.948
ὁ ... βασιλεὺς ... γενόμενος ἐ. ἐκλίνετοIo.Mal.Chron.10.239.