ἐμπείρω
• Morfología: [pas. aor. part. ἐμπαρείς Plu.2.298a; perf. ἐμπέπαρμαι Alciphr.3.19.5]
I
ἄγκιστρ' ... οἷς ἔπι σῶμα ποικίλον ἐμπείρειεν ἰουλίδοςOpp.H.4.443,
τοὺς ὄνυχας ... ταῖς δυσὶ ψύαις ἐμπείρειν τοῦ ἀγωνιστοῦEuagr.Pont.Or.M.79.1189D,
ἐλλεβόρου ... τῶν ῥιζῶν τὰ καρφώδη ἐμπείρειν δεῖ τοῖς κεντήμασιPaul.Aeg.7.10.3,
τῇ κεφαλῇ ... ἐμπείρας τὸ δόρυEust.1098.30, en v. pas.
οἳ μὲν οὖν λέγουσιν ἔξωθεν δεῖν ἐμπείρεσθαι τοὺς χρυσοῦς ἥλους τῷ ἀργυρῷ ἐκπώματιref. la descripción homérica de la copa de Néstor, Asclep.Myrl. en Ath.488b, cf. d,
(δόρατος) ταῖς πύλαις ἐμπαρέντοςPlu.2.298a,
ταῖς αὐτοῦ λόγχαιςI.AI 16.315,
σκόλοψ δὲ τῷ δακτύλῳ αὐτοῦ ἐμπαρεὶςhabiéndosele clavado una astilla en el dedo Aesop.279,
ἐμπαρέντων δὲ αὐτοῦ τῶν ὀνύχων τοῖς μαλλοῖςAesop.2.
2 traspasar, perforar c. dat. instrum.
κρίκοις μὲν τοὺς ἑαυτῶν μυκτῆρας ἐμπείραντεςEpiph.Const.Exp.Fid.11.2, en v. pas.
ἥλοις ἐμπεπαρμένη βακτηρίαbastón claveteado Alciphr.3.19.5.
3 medic. incrustar, fijar huesos, espinas
ἐν τοῖς κατωτέροις τόποις τοῦ στομάχουAët.8.53,
τὰ ἐν τῷ βάθει ἐμπεπαρμένα (φλέγματα)Alex.Aphr.Pr.2.57.
II fig.
1 fijar, sujetar, inmovilizar como con un clavo
ψυχὴ τοῖς ἀλόγοις πάθεσιν ἑαυτήν ἐμπείρουσαSimp.in Epict.56.4, en v. pas. Simp.in Epict.56.10.
2 medic. fijar, inmovilizar como un clavo en v. pas.
ἐμπεπαρμένοι πόνοιdolores fijos Archig. en Gal.8.91,
εἰς νόσον ἐμπαρείςclavado (en la cama) por la enfermedad Hierocl.Facet.139.