< ἔμπειρος
ἐμπείρω >
ἐμπειρότοκος
,
-ον
subst. ἡ ἐ.
la que ha tenido la experiencia del parto
ἢν δὲ ἐμπειροτόκῳ ταῦτα τὰ νοσήματα ἐμπέσῃ
Hp.
Mul
.1.4.