< ἐμπεφυκότως
ἔμπῃ >
ἐμπεφυρμένως
adv. sobre part. perf. pas. de φύρω
de modo confuso
,
confusamente
τὰ σκηνικὰ γράφοντες ἐ.
Tz.
Trag.Poes
.150 (p.47).