ἐμπερόνημα, -ματος, τό
• Alolema(s): -νᾱμα Theoc.15.34


1 capa o manto doble sujeto con fíbula τὸ καταπτυχὲς ἐ. Theoc.l.c.

2 broche, fíbula τὸ ἐ. τῆς χλαμύδος Agath.3.15.2.