ἐμπεριοχή, -ῆς, ἡ


astrol. acción de abarcar, cerco ἐμπεριοχαὶ τῶν κακοποιῶν πρός τε τὸν Ἥλιον καὶ Σελήνην Doroth.376.4, αἱ ἐμπεριοχαὶ ἀλλήλων Ptol.Harm.96.2, cf. Cleom.1.2.8.