< Ἐμεσηνός
ἔμεσις >
ἐμεσία
,
-ας, ἡ
medic.
ganas de vomitar
,
emesia
ἐμεσίαι μιν λαμβάνουσι
Hp.
Morb
.2.40, cf. 43
•
plu.
náuseas
,
vómitos
Hsch.