ἐμβρίμημα, -ματος, τό
bramido, bufido de rabia o cólera
ἐ. ὀργῆς αὐτοῦel fragor de su cólera LXX La.2.6,
τὰ ἐμβριμήματα τῶν χερουβικῶν ζῴωνMart.Phil.V 26.
ἐ. ὀργῆς αὐτοῦel fragor de su cólera LXX La.2.6,
τὰ ἐμβριμήματα τῶν χερουβικῶν ζῴωνMart.Phil.V 26.