ἐμβριμέω
irritarse c. dat.
ἐνεβρίμει τῷ Στίλπωνι ΜητροκλῆςStilpo 25,
τῷ συλᾶν ἐπιχειροῦντιEpiph.Const.Haer.66.11.7, med. mismo sent.
οἳ μὲν ἐνεβριμοῦντοEus.HE 5.1.60.
ἐνεβρίμει τῷ Στίλπωνι ΜητροκλῆςStilpo 25,
τῷ συλᾶν ἐπιχειροῦντιEpiph.Const.Haer.66.11.7, med. mismo sent.
οἳ μὲν ἐνεβριμοῦντοEus.HE 5.1.60.