< ἐμβαδομετρικός
ἐμβαδός >
ἐμβαδόν
• Prosodia:
[-ᾰ-]
adv.
caminando
,
a pie
ἐ. ἵξεσθαι
Il
.15.505,
διελθεῖν ἐ. τὸ ὕδωρ
Paus.10.20.8, cf. A.D.
Adu
.198.1.