ἐμβαδομετρικός, -ή, -όν
metrol. de superficie, cuadrado
ἐμβαδομετρικοὶ πόδεςpies cuadrados Didym.Mens.15, cf. 14, 17, 33
•subst. τὸ ἐ. medida de superficies
γένη δὲ τῆς μετρήσεως ...· εὐθυμετρικόν, ἐμβαδομετρικόν, στερεομετρικόνHero Geom.3.18, cf. 20, Def.133.2, Didym.Mens.1.