< ἐλπιδοκοπέω
ἐλπιδόπνοος >
ἐλπιδοποιέω
dar esperanzas a
τοὺς μνηστῆρας
Sch.
Od
.18.261,
glos. a ἔλπει
Hsch., cf. Eust.1842.46.