< ἐλαιοκομικός
1 ἐλαιοκόμος >
ἐλαιοκόμιον
,
-ου, τό
dud.
vivero
,
criadero de olivos
ἐ. δίκλαρον
IGDS
196.1.69, cf. 70 (Haleso II a.C.).