< ἐλαιοκομία
ἐλαιοκόμιον >
ἐλαιοκομικός
,
-ή, -όν
agr.
relativo al cultivo de olivos
ἡ ἐλαιοκομικὴ (
sc
. τέχνη)
cultivo de olivos
Poll.7.140.