ἐκχωρίζω
1 evacuar en v. pas., excrementos, Arist.HA 551a7.
2 separar, quitar
τὰ σκεύη, ἃ ἐξεχώρισεν Κῦρος ἀπὸ ΒαβυλῶνοςLXX 1Es.4.57, cf. 44.
3 dejar, ceder tierras, en v. pas. PRyl.378.11 (II d.C.).
τὰ σκεύη, ἃ ἐξεχώρισεν Κῦρος ἀπὸ ΒαβυλῶνοςLXX 1Es.4.57, cf. 44.