< ἐκχωρίζω
ἔκψηγμα >
ἐκχωρισμός
,
-οῦ, ὁ
expulsión
εἰς ἐκχωρισμὸν παντὸς πνεύματος ἀκαθάρτου
Serap.
Euch
.17.