< ἐκφοβέω
ἐκφόβησις >
ἐκφόβημα
,
-ματος, τό
modo de asustar
,
amenaza
οἷον ἐκφοβήμασι τοῖς δυναμένοις ἐκπλῆξαι τοὺς ἀκούοντας
glos. a
ποιφύγμασιν
Sch.A.
Th
.280e.