ἐκτίλλω
1 arrancar, sacar de raíz
τὴν ῥοδωνιάνD.53.16,
τὴν ὀρίγανονArist.Mir.831a30, cf. HA 612a27,
τὰ κρόμμυαArist.Pr.924a32,
τὴν πόανThphr.CP 3.16.3,
πεφυτευμένονLXX Ec.3.2,
τοὺς κλάδουςLXX Da.4.14θ,
τὴν ὑπ' ἐμοῦ κατεσπαρμένην λινοκαλάμηνBGU 1818.15 (I a.C.)
•plumas, cabellos, partes del cuerpo
αἵ ... θήλειαι ... ἐκτίλλουσιν αὐτοῦ τὰ πτεράlas hembras lo despluman Ar.Au.286,
τοὺς ὀδόντας καὶ τοὺς ὄνυχαςAesop.145.2,
τοῦ λέοντος ... τὴν κόμηνArr.Epict.3.1.45
•c. ac. de pers. y gen. de cosa
αὐτόν τις τῶν τριχῶν τοῦ γενείου ἐκτίλας ...D.C.76.4.4, sólo c. gen. de cosa
ὁ δὲ ἀσθενὴς (ἀνὴρ) τοῦ ἰσχυροῦ (ἵππου) κατὰ μίαν τῶν τριχῶν ἐξέτιλλενel (individuo) débil arrancaba uno a uno los pelos del (caballo) robusto Plu.Sert.16.7, c. prep. ἐκ:
τρίχας ἐκ τῆς λοφιᾶς (τῶν ὑῶν)Arist.HA 603b22,
ἐκ τῆς κεφαλῆς τὰς πολιάςD.S.33.7, en v. pas.
ἐκτιλλόμεναι αἱ τρίχες ... ἀναφύονταιArist.HA 518b12, cf. 14,
οὐκ ἀναφύεται δὲ ἐκτιλθὲν ... τῶν μελιττῶν τὸ πτερόνArist.HA 519a27, c. ac. de rel.
κόμην πώγωνά τ' ἐκτετιλμένος (Ἀρτέμων)Anacr.82.9.
2 fig. arrancar, extirpar, erradicar
τὰ ζιζάνια τῆς ἁμαρτίαςMac.Aeg.Hom.28.3, c. prep.
ἐκτίλαι σε ... ἀπὸ σκηνώματοςLXX Ps.51.7,
ὁ θεὸς ... ἐξέτιλε τὸ ῥίζωμά σου ἐκ γῆς ζώντωνCyr.Al.Hom.Diu.5 (ACO 1.1.2, p.104), en v. pas.
ἐκτιλήσεται ἡ βασιλεία αὐτοῦLXX Da.11.4θ, cf. Herm.Sim.5.2.5.