< ἐκτίκτω
ἐκτίλλω >
ἐκτιλάω
evacuar
,
defecar
τὸ βόσκημα
Hippiatr
.90.1,
τὴν κράμβην
Hippiatr
.90.2
•
abs.
hacer de vientre
,
Hippiatr
.90.2, Sch.Ar.
Au
.791.