ἐκτιννύω
1 pagar enteramente, satisfacer por completo
τιμωρίανClem.Al.Prot.2.15,
παλαιῶν ἁμαρτημάτων ... δίκαςBasil.M.32.1216D, cf. Gr.Nyss.Flacill.481.5,
τὰς ὑπὲρ αὐτῶν (τῶν νεῶν) ἀποτιμήσειςSoz.HE 5.5.5, c. dat.
τοῖς ἀνδράσι τὸ χρέοςChrys.M.56.390.
2 pagar enteramente por, devolver o pagar favores o beneficios recibidos, c. dat. de pers.
οἷς (ἡ φιλοσοφία) ἐκτιννύει τὰ γινόμενα χαριστήριαThem.Or.7.99b,
ἣν ὀφείλεις μοι χάρινThdt.H.Rel.31.10.36.
3 cumplir con
τὰς καταλλήλους ... εὐχάςOrigenes M.12.1501B.
4 ἐ. τετραπλοῦν pagar con recargo Sud.s.u. ὀφλήσειν.