ἐκταφρεύομαι
en perf. estar cubierto de trincheras o abarrancado
ἐκτετάφρευτο ... ἀπὸ τοῦ τείχους περὶ τὰς κηπείας ἅπανταI.BI 5.57, cf. Hsch.,
τοῦ πεδίου ἡ δυσχέρεια, διὰ χειμάρρους ἐκτεταφρευμένουApp.BC 3.65.
ἐκτετάφρευτο ... ἀπὸ τοῦ τείχους περὶ τὰς κηπείας ἅπανταI.BI 5.57, cf. Hsch.,
τοῦ πεδίου ἡ δυσχέρεια, διὰ χειμάρρους ἐκτεταφρευμένουApp.BC 3.65.