< ἐκριζωτής
ἔκριν >
ἐκριζωτικός
,
-ή, -όν
que erradica
,
arranca de raíz
τὸ (πῦρ) τὸ τῶν παρὰ φύσιν τμητικὸν καὶ ἐκριζωτικόν
Eust.Ant.
Laz
.6.