ἐκπήγνυμι
I tr. helar
ἀέρα ... ἐκπηγνύς (ὁ Βόρεας)Thphr.Vent.7.
II intr. en v. med.
1 helarse completamente
τὸ μὲν αὐτοῦ λαμπρὸν καὶ κοῦφον καὶ γλυκὺ ἐκπήγνυται καὶ ἀφανίζεταιdel agua de la nieve, Hp.Aër.8, de ciertos moluscos, Arist.HA 603a27,
αἱ ἄμπελοι τότε μὲν οὐκ ἐξεπήγνυντοThphr.CP 5.14.3, cf. 13.5, HP 4.14.13, Fr.171.8.
2 cristalizar
οἱ ἅλεςStr.7.5.11.