ἐκπέταμαι
• Morfología: [v. tb. ἐκπέτομαι, ἐκπετάννυμι; act. aor. rad. ἐξέπτη Hes.Op.98]
1 salir volando, volar
τὸν ὑμένα περιρρήξασ' ἐκπέταταιla abeja, Arist.HA 554b1,
σκωλήκια ... ἃ πτερούμενα ἐκπέταταιArist.HA 625a11,
ἐὰν δ' ἐκπετασθῶσιde los zánganos, Arist.HA 624a23,
ἅπερ (σπέρματα) ἐκπέταταιdel ciprés, Thphr.CP 1.5.4,
ὥσπερ ἐνύπνιον ἐκπετασθένcomo un sueño que vuela LXX Ib.20.8,
ὡς ὄρνεον ἐξεπετάσθηLXX Os.9.11,
Δαίδαλος ... ἐξέπτη μετὰ τοῦ ἸκάρουPalaeph.12,
ἐξέπτησαν νεφέλαι ὡς πετεινάLXX Si.43.14,
ἐκ δὲ τῆς στρωμνῆς πελειὰς ἐξέπτηAnt.Lib.1.5, cf. D.P.Au.3.14, c. ἐπί y ac.
ἐπὶ κῶμον ἐκπετασθείςE.Cyc.497
•fig., de abstr.
οὐδὲ θύραζε ἐξέπτη (ἐλπίς)Hes.l.c.,
ἡ δὲ (ψυχή) λυθεῖσα κατὰ φύσιν ... ἐξέπτατοPl.Ti.81d,
ὁ δ' ὄλβος ... ἐξέπτατ' οἴκωνE.El.943,
ψυχὴ δὲ μελέων ἐξέπτηBatr.(a) 211, cf. IEryth.302.2 (III a.C.),
πνεύματος ἐκπταμένουGVI 682.4 (Quíos I/II d.C.?), cf. Ath.337f.
2 extenderse, desplegarse c. ac. de rel.
ἀνεσταυρώσθω ἐκπετασθεὶς τὼ χεῖρεque sea crucificado con los brazos extendidos ref. a Prometeo, Luc.Prom.1
•part. perf. pas. estar desplegado, abierto subst.
τὰ ἐκπεπταμένα op. τὰ κοῖλαref. a los órganos internos del cuerpo, Hp.VM 22, de los bordes de una herida, Hp.Off.11,
ἐκπεπταμένοις ... τοῖς βλεφάροις καθεύδειde la liebre, Ael.NA 2.12.