ἐκπετάννυμι
• Morfología: [v. tb. ἐκπέταμαι; fut. ἐκπετάσω E.HF 888, LXX Ez.12.13; aor. ἐξεπέτασα LXX Ex.9.33, ἐξεπέτασσα Gr.Naz.M.37.592A, 970A; plusperf. 3a ἐκπεπετάκεισαν Herm.Sim.9.3.2]
I
ἱστίαE.IT 1136, cf. IKalchedon 14.1 (I a./d.C.), Polyaen.8.20,
τὰς χεῖρας πρὸς κύριονLXX l.c., cf. Is.65.2, Iust.Phil.Dial.90.4, Herm.l.c., Chrys.M.60.575, Gr.Naz.ll.cc.,
τὸν πώγωναLuc.Tim.54,
ἐπὶ γῆς δέρματαGal.6.739,
δίκτυαla araña, Ael.NA 1.21,
τὰ ὦτα ... ὡς ἱστίαAel.NA 8.10, en v. pas.
τὸ δίκτυον ἐκπεπέτασταιOrác. en Hdt.1.62,
ἱστίον ἐκπεταννύμενονPlu.2.590c,
πρός τε τὸ ἐκπετάννυσθαι (λίνεον φάρσος)I.AI 3.128
•abs. desplegar las velas
ἐκπετάσας πᾶσι τοῖς ἀρμένοιςPlb.1.44.3
•fig.
ὁ δὲ ἄφρων ἐξεπέτασεν ἑαυτοῦ κακίανpero el insensato desplegó su necedad LXX Pr.13.16,
ἐκπετάσω τὸ δίκτυόν μου ἐπ' αὐτόνLXX Ez.12.13,
ἐκπέτασον ταχινὰς εἰς ἑτέρους πτέρυγαςde Eros AP 5.179 (Mel.).
2 arq. abatir, disponer un desplome
ἐξώστηνIul.Ascal.25, en v. pas.
ἐκπεπετασμένον ἐξώστηνIul.Ascal.ib
•fig. echar por tierra, arruinar, destruir
σὸν ... γένος ... κακοῖσιν ἐκπετάσουσινarruinarán tu raza bajo el peso de las calamidades E.HF 888.
II intr., en v. med. desplegarse, abrirse
τὰ ... ὦτά σου ... ἐξεπετάννυτο ὥσπερ σκιάδειονAr.Eq.1347,
ἔνια τῶν ἀνθῶν ... μεθ' ἡμέραν ἐκπετάννυταιThphr.CP 2.19.1.