ἐκπυόω
medic.
1 tr. provocar la supuración de
(κάρδαμον) δοθιῆνας ἐκπυοῖ σὺν ἅλμῃ καταπλασθένDsc.2.155.2, en uso abs.
καταπλάσμασι χρηστέον τοῖς ἐκπυοῦν δυναμένοιςAët.7.26.
2 intr. supurar
ἡ κέρκοςHippiatr.55.2
•tb. en v. med.
ἐκπυοῦται δυσκόλωςHp.Coac.370, cf. 275.