ἐκπρέπω
distinguirse, destacar c. dat. instrum. y gen.
ὦ μέγιστον ἐκπρέπουσ' εὐψυχίᾳ πασῶν γυναικῶνE.Heracl.597,
χρυσὸν ἐν πλούτῳ τῶν ἄλλων χρημάτων ἐκπρέπονταSch.Pi.O.1.1a, sólo c. dat. o giro prep.
τοῖς καλλωπίσμασινde unos caballos, Arr.Post Alex.12,
ἐπ' εὐλαβείᾳSocr.Sch.HE 5.21.3.