< Ἐκπρέπης
ἐκπρέπω >
ἐκπρεπόντως
adv. sobre part. pres. de ἐκπρέπω
con distinción
,
elegantemente
οἵ τε στρατιῶται ... ἐ. ἀνεστρέφοντο
D.C.74.1.4.