ἐκποίητος, -ον
• Alolema(s): ἐκποιητός Poll.3.21


1 jur. entregado en adopción Θρασύβουλος ἐ. εἰς τὸν οἶκον τὸν Ἱππολοχίδου γέγονε Is.7.23, ἐ. υἱός Is.11.46, cf. 10.26, Aeschin.3.21, Poll.l.c.

2 apartado, alejado c. gen. separat. μητρός Is.7.25, fig. τῆς κακίας Plu.2.562f.