ἐκποικίλλομαι
1 adornarse de variados colores
ὄρνιθος ἐκποικιλλομένου τινὸς καὶ πολυχρωμάτου, οἱονεὶ τοῦ ταῶνοςHippol.Haer.7.21.5,
λειμῶνα ... τοῖς ἐξ ὡρῶν βλαστήμασιν ἐκπεποικιλμένονCyr.Al.Dial.Trin.2.450b.
2 fig. adornarse artificiosamente, sofisticarse
(ἡ τέχνη ἰατρικὴ) ἐξεποικίλθηMax.Tyr.4.2.