< ἐκπολεμέω
ἐκπολεμόω >
ἐκπολεμιστής
,
-οῦ, ὁ
guerrero
†ἐκπολεμιστοῦ νεανίσκου† ἀναφώνησις glos. a †εἴεο
Hsch.