< ἐκπλινθεύω
ἔκπλοια >
ἐκπλίσσομαι
medic.
abrirse
, perf.
estar abierto
ἕλκος
Hp.
Fract
.25,
τὸ στόμα (τῆς μήτρης)
Hp.
Prorrh
.2.24.