< †ἐκπλήωρον·
ἐκπλίσσομαι >
ἐκπλινθεύω
1
demoler
Is.
Fr
.21B.-S.
2
convertir en ladrillos
κἂν ἐκπλινθεύσωσι τὴν γῆν πᾶσαν
Iul.
Gal
.23.135B.