ἐκπλήρωμα, -ματος, τό
1 cirug. relleno o almohadillado de cerato, lana y vendas
ἐνθέντα ἐκπληρώματα τῇ μασχάλῃHp.Mochl.5, cf. Art.9.
2 gener. relleno incluido en un verso sólo para completarlo
περιττῶς κεῖται εἰς ἐ. στίχουEust.1256.46.
ἐνθέντα ἐκπληρώματα τῇ μασχάλῃHp.Mochl.5, cf. Art.9.
περιττῶς κεῖται εἰς ἐ. στίχουEust.1256.46.