< ἐκπιεστήριον
ἐκπικραίνω >
ἐκπικράζομαι
tener un gusto amargo
c. ac. de rel.
εἰ δὲ γυνὴ ... τὸ στόμα ἐκπικράζοιτο
Hp.
Mul
.1.26.