ἐκπικραίνω


I tr. en v. act. amargar, irritar ἐν βδελύγμασιν ... ἐξεπίκρανάν με LXX De.32.16, τὴν ἕξιν Iul.Ar.40.6.

II intr. en v. med.-pas.

1 tener un gusto amargo c. ac. de rel. τὰ στόματα Hp.Mul.2.133.

2 fig., de pers. amargarse, irritarse ἐξεπικραίνετό τε καὶ ἠπείλει αὐτῷ πολλὰ καὶ δεινά Nic.Dam.47.7, πρὸς τὴν ἀπειλήν D.H.19.5, πρὸς τοὺς τοῦ δικαίου προϊσταμένους ἐκπικραινόμενος I.AI 5.234, ἐπὶ τῷ λόγῳ D.H.4.38, cf. Ath.351b.